λακώ

λακώ
(I)
(Α λακῶ, -άω)
νεοελλ.
φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω
αρχ.
διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].
————————
(II)
λακῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ληκώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λακώ — λακίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λακῶ — λακάω burst asunder pres imperat mp 2nd sg λακάω burst asunder pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λακάω burst asunder pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λακάω burst asunder pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) λακάω burst… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκω — θῡλάκω , θύλακος sack masc nom/voc/acc dual θῡλάκω , θύλακος sack masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LACINA Via — qui titulus est 34. Pacti L. Salicae, obstaculum est via s. itineris; unde lacinam viam facere, in antiqq. LL. Longobard i. e. impedire viam et eunti moram facere, Graece όδοςτατοῦν. Est autem lacina, idem quod lacinia, Gr. κράσπεδον, ex Graeco… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλάκητος — η, ο [λακώ] ο αλάκιστος* …   Dictionary of Greek

  • απογλακώ — ἀπογλακῶ ( άω) 1. καταδιώκω, κυνηγώ 2. λακώ, φεύγω τρέχοντας …   Dictionary of Greek

  • γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • διαλακώ — διαλακῶ ( έω) (Α) [λακώ] σκάω, ανοίγω με κρότο …   Dictionary of Greek

  • κομπολακώ — κομπολακῶ, έω (Α) μιλώ με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. τού ληκῶ) «ηχώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”